- παμπαιδί
- παμπαιδίwith all their childrenindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμπαιδί — (Α) επίρρ. με όλα τα παιδιά, με όλα τα τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + παῖς, παιδός + επιρρμ. κατάλ. ι] … Dictionary of Greek
παγγυναικί — (Α) επίρρ. μαζί με όλες τις γυναίκες («παμπαιδὶ καὶ παγγυναικὶ παρῆσαν», Δἴων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γυνή, γυναικός + επιρρμ. κατάλ. ί] … Dictionary of Greek